- καμάκινος
- καμάκινος, -ον (Α)ο κατασκευασμένος από καλάμι, ξύλο ή από παρόμοια εύθραυστη ύλη («δόρυ καμάκινον», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος, ξύλ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμακίνου — καμάκινος made of reed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek